τσελίστας

τσελίστας
ο, Ν
μουσικός που παίζει τσέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλο + κατάλ. -ίστας (πρβλ. πιαν-ίστας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσελίστας — ο ο μουσικός που ξέρει να παίζει τσέλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέιλ, Τζον — (John Cale, Γκάρναντ, Ουαλία 1940 –). Ουαλός μουσικός. Σπούδασε μουσική στο κολέγιο Γκόλντσμιθς στο Λονδίνο και ξεκίνησε ως τσελίστας κλασικής μουσικής. Το 1963, εποχή κατά την οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αμερικανική αβανγκάρντ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”